ἔντερα

ἔντερα
ἔντερα
Grammatical information: n. pl.
Meaning: `intestines, bowels', also sg. `gut' (Il.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἐντερο-κήλη `breach of the intestines, Hernia' (Dsc., Gal.; s. Risch IF 59, 285, Strömberg Wortstudien 69).
Derivatives: Deminut. ἐντερίδια (Com.); also ἐντέριον (M. Ant. 6, 13?; form and meaning uncertain); ἐντεριώνη `inside of a fruit, heart-wood of a plant, a tree' (Hp., Thphr.; Strömberg Theophrastea 127f.); formation as ἰασιώνη, εἰρεσιώνη (Chantraine Formation 208); ἐντερόνεια (Ar. Eq. 1185) meaning unclear; acc. to H. and Suid. = ἐντεριώνη; adjectives ἐντερικός `of the ἔ.' (Arist.), ἐντέρινος `made from bowels' (Sch.); denomin. verb ἐντερεύω `take out fishes' (Kom.).
Origin: IE [Indo-European] [313] *h₁entero- `what is inside'
Etymology: Old word for intestines identical with Arm. ǝnder-k`, -ac̣ pl. (Gr. LW [loanword]?, Hübschmann Armen. Gramm. 1, 447f.), identical with OWNo. iđrar pl. (PGm. *inÞerōz). The original adjectivial meaning in Skt. ántara-, Av. antara- `being inside', with Osc. Entraí dat. sg. *`Interae', name of a goddess; in Latin replaced by interior. IE *h₁enter-o, adjective from an adv. *enter, preserved in Skt. antár `inside', Lat. inter `between'. Besides OHG untar, Osc. anter `under' = `between' from the zero grade *n̥ter; further see Pok. 313, W.-Hofmann s. inter, interior, Ernout-Meillet s. in. - The basis is the adverb *en (s. ἔν) with the comparative-suffix -ter; s. Benveniste Noms d'agent 120f.
Page in Frisk: 1,524-525

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐντερᾷ — ἐν τεράζω interpret portents fut ind mid 2nd sg (epic) ἐν τεράζω interpret portents fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντερα — ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄντερ' — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄντερα — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντερ' — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… …   Dictionary of Greek

  • αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ξεγαρδουμίζω — βγάζω τα έντερα κάποιου, ξεκοιλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *γαρδουμίζω (< γαρδούμα / γαρδούμπα «φαγητό από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με εντόσθια»)] …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”